σωτηριασταί

σωτηριασταί
σωτηρ-ιασταί, οἱ,
A worshippers of Artemis Σώτειρα, IG 22.1343.9, 12(1).35, al. ([place name] Rhodes).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωτηριασταί — οἱ, Α προσκυνητές τής Αρτέμιδος Σωτείρας στη Ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωτήρ, σώτειρα + κατάλ. ιασταί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σωτηριάζω (πρβλ. ποσειδων ιασται)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”